Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

ασβεστωμένοι άγιοι


ήθελαν να τους θυμούνται οι άνθρωποι 'δώ στο ξωκλήσι του ολοστρόγγυλου λόφου που δέρνουν οι άνεμοι και η βροχή, που υμνεί η μοναξιά, κι' ας πάνε χρόνια που σκεπάστηκαν οι μορφές τους, καιροί που καντήλια τις φώτιζαν τις νύχτες και άγγελοι εζύγωναν εκεί στο πλάϊ τους, μαζί με ξεμοναχιασμένους του βουνού βοσκούς, πούκλεβαν το μερτικό τους από τη ζεστασιά των προσώπων τους και μωρά στις φασκιές που εδώ, τις ώρες που οι μανάδες τους ρίχνονταν στο μεροδούλι, αυτά πλανεύονταν από σκιές και χρώματα και από του ήλιου τα καμώματα.

μετά οι βλαστοί τούτης της φωτοβολιάς και της ταπεινής αγιωσύνης φέραν ασβέστες να σκεπάσουν τις ξεφτισμένες μορφές των πρώϊμων αγγέλων τους, που ξέφτισε των ανθρώπων η ανεμελιά και χρόνια ύστερα πάνω στις ασβεστωμένες μορφές βάλαν άλλες, εικόνες με πλουμιστά κάδρα και καινούργιοι άγιοι με τις φανταχτερές φορεσιές έκατσαν πάνω στους παληούς, τους ρακένδυτους και ξυπόλυτους, που η τύχη τους τόχε να μην περισσέψει έγνοια γι αυτούς- κι ας ήταν εκεί από αιώνες-και τώρα οι νεόκοποι κατά το ανοίκειο των καιρών τάχθηκαν προστάτες συμφερόντων κυριών και αφεντάδων που με κινέζικα θυμιατά και λιβάνια και καλαμπόρτζηδες ψαλτάδες επικαλούνται τις πρεσβείες τους. για νάχουν φόβο και φθόνο οι ταπεινοί.

μέχρι νάρθει ο καιρός να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, ποιός ξέρει, σε κάποιον αφέντη και σε κάποια κυρά που, μεγαλουργώντας σε καιρούς σιωπής και στέρησης, εξαγόρασαν το επέκεινα. μα οι ασβεστωμένοι άγιοι θάναι 'κεί βαθειά θαμμένοι, σε επιμαρμαρωμένους τοίχους, σαβανωμένοι από τη μνήμη των βελανιδιών και των πουλιών τους καλωσυνάτους αίνους. θάναι 'κεί να στοιχειώνουν τα όνειρα των νεόκοπων διαδόχων τους καθώς το ξέπνοο όνειρο της Βιργινίας* κιότεψε τα όνειρα του Νίκου της.
* ηρωϊδα της Κερένιας Κούκλας, του Κ. Χρηστομάνου.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

τα μάταια του κόσμου


αυτό είναι η ψυχή. να ορίζει τα μάταια του κόσμου και να ζεί μαζί τους. τη μια να τα χλευάζει και την άλλη ταξίδια να τους τάζει. να τα παίρνει από το χέρι και να φεύγουν μαζί. κι' η τόλμη θα νικήσει τη χλεύη. 
και μετά η ψυχή να κάθεται σκεφτική πως πίσω από την τόλμη κρύβονται χίλιοι εχθροί, παραμονεύοντας νάρθει η σειρά τους για να πάρουν το λόγο. και να πούν πως μάταια είναι όλα τούτα και πως στο τέλος εξουσία έχουν της γης τα σκουλήκια. τ' άκουσες μάτια μου τα φοβερά μαντάτα; της γης τα σκουλήκια. άτρωτα από αιώνες και κυρίαρχοι του κόσμου όλου. και τότες μικραίνει η ψυχή κι σ' όλα τούτα της αντριωσύνης βγάζει γλώσσα. και λουφάζει ο κόσμος ξανά.

πόση ζήση χρειάζεται κανείς για να ενδώσει σε τούτη την αλήθεια. μια στιγμή-κακιά που τη λένε. πτώση τη λένε οι φιλόσοιφοι. μα αναρωτήσου καλύτερα ψυχή πόσες μυγδαλιές χρειάζεται να ανθίσουν για να φύγει το μαύρο από τη γή ;

αχ! λέει,
τότε η ψυχή. και φυτεύει μυγδαλιές παντού. να τολμήσει η μέλισσα μες στην πρόωρη άνοιξη. και το βουητό της να αποδιώξει της γής τα σκουλήκια.