Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

στη Μουριά



-τί σκέφτεσαι ;
-τίποτα. η ψυχή μου φτερουγίζει....
-άκου τη δοξαριά...

ένα σάββατο, το πρώτο σάββατο του χρόνου στη Μουριά το καφενείο, εκεί που οι φωνές σκεπάζουν του καθενός τη μοναξιά, εκεί όπου η θλίψη μαραίνεται -κάθε σάββατο-από τα χρώματα των λουλουδιών στους πάγκους της λαϊκής της Καλλιδρομίου. Μα αυτό το σάββατο διαβάζεις σ' όλων τα μάτια πως θάναι ένα διαφορετικό για τον καθένα, μια προσμονή που αιωρείται, ένα σύννεφο κομιστής που μετεωρίζεται. θαρρείς πως κι' αυτός ο καπνός των τσιγάρων κουβαλάει κάτι. εικόνες επιμελισμένες με τους απόηχους ενός ονείρου μακρινού που παίρνουν από το χεράκι τη δοξαριά του βιολιού και την πλάθουν ψωμί, κρασί κι' έρωτα. κι' από κοντά οι φωνές οι τραγουδιστές, αντάμα όλοι χωράνε στα φτερά ενός αετού κι' ανάλαφροι ταξιδεύουν για του ονείρου τους τόπους, τους τόπους τους άγιους.

καλή χρονιά αντηχεί από παντού, σαν μπαίνει ο βαγγέλης στο μαγαζί μπαίνουν τα ρακόγυαλα στη θέση τους, ανοίγει η ρακή και ηδονικά σπαταλιέται μες σε κάθε νού και σώμα π' αρχίζει να πλανιέται από το ρυθμό του βιολιού, το θρυττανολάλημα των φωνών.

Μόν' ἡ ψυχή μου ἀσάλευτη, 
σὰν τὸ πολικὸ τ᾿ ἀστέρι, 
ὅμως λαχταρίζοντας προσμένει.
Δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται, 
ποῦ πάει δὲν ξέρει.

-χρήστο, ρακί,

κάθονται όλοι στα τραπέζια τους, όλοι αναζητούν ένα τραπέζι, η δίψα να μετάσχουν σε μιαν ιεροτελεστία άσβεστη, άκόρεστη. και θαρρείς πως όλων η ψυχή χορεύει, το σώμα σκιρτά ανεπαίσθητα σε κάποιο ρυθμό, στου καθενός το τραγούδι, στο βουβό του θρυττανολάλλημα.

-τί σκέφτεσαι ;
-τίποτα. η ψυχή μου φτερουγίζει.
-άκου τη δοξαριά...
-μα πού βρίσκεσαι;πούθε 'ρχεται η φωνή σου ;
-καλή χρονιά... 

αναζητώ την εικόνα σου, ψάχνει η ματιά μου την παρουσία σου, περνάνε οι στιγμές, φεύγουν οι ώρες, η ρακί αφέντρα της ύπαρξής μου, ο καπνός του τσιγάρου σου σήμαντρο της δικής σου, 

Τὴν εἶδα νὰ περνᾶ μπροστά μου
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινὴ...

κάθε κύτταρο της άϋλης παρουσίας σου, κάθε κουκίδα της σκέψης σου, κάθε ανάσα της ψυχής σου εδώ, σιμά μου. φεύγουν οι ώρες, πέντε η ώρα που βραδυάζει, στη Μουριά το καφενείο. αραιώνουν οι θαμώνες, σκοτεινιάζει, ο δρόμος έξω αρχίζει να φωτίζεται από το μέσα της ψυχής. 

-πες για τις γυναίκες της ζωής σου, 

σκύβει με λαχτάρα ο βαγγέλης ν' αφουγκραστεί, καμμιά να χάσει δεν θέλει λέξη, έτσι όπως αραδιάζονται, μία-μία, κόσμος φωτεινός μες στο σύθαμπο του δειλινού που σκορπά το φώς του κεί έξω στο δρόμο, τελάλης τούτο το μελιχρό φώς, κάλεσμα στην ιεροτελεστία μιας παντοτεινής άνοιξης. κανένα όνομα, καμμιά λέξη να μη χαθεί. αλλά να διασταλλούν προς το άπειρο, τόσο που να θαρρείς πως κάθε μια τους θα εκραγεί ξανά και ξανά. εκρήξεις μικρές και μεγάλες που θα γεννήσουν νέες γαίες, θα σημαδέψουν με φώς την απειρότητα, θα στολίσουν κάθε ψυχή για το ουράνιο ταξίδι της, θα

Ἦρθα, καὶ θέλω νὰ δεθῶ στων ονείρων σας τὰ βρόχια...

-Μήδεια, Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Υπατία, Καρυοφυλιά, Σαμπίνα, Δώρα, Ελένη.
στιγμιαίες παρουσίες γυναικών -σε τούτα τα μικρά του χρόνου θραύσματα- που με φωτίζουν με την αφοσιωμένη τους πραότητα κι' εκείνη την ιλαρότητα που επιτρέπει το χάϊδεμα της πιο κρυφής πληγής, στο καταλάγιασμα κάθε βασάνου. 

πασχίζω ν' ανακαλύψω την υπόστασή τους-σε τούτα τα μικρά του χρόνου θραύσματα- να δανειστώ το χρώμα των ματιών τους, να μυηθώ στις λέξεις τους εκείνες που άλλοτε προσπέρασα με βιασύνη. παρουσίες γυναικών -μανάδες, ερωμένες και θυγατέρες- σαν μια και μοναδική ύπαρξη που βρέθηκε στη ζωή μου, που κρύβει στα μεταξένια κύτταρά της όλες τις άλλες, η παλαιοτάτη των ημερών, η αρχόντισα κάθε τόπου μας, φύλακας άγγελος των μονοπατιών μας.

-πές τες ξανά,
-τί σημασία έχουν ; μια είναι με πολλά ονόματα βαγγέλη

πέντε η ώρα που βραδυάζει, στη Μουριά το καφενείο, ώρα να λάμψουν οι ψυχές μες στο χειμωνιάτικο σύθαμπο, να απλωθούν στης μελαγχολίας το μελιχρό φώς, νάχει το δάκρυ ένα χαμόγελο και η ελπίδα ένα δάκρυ κι' έτσι ατσαλωμένες να πορευτούν στις μεγάλες νύχτες τούτης της εποχής. 

έγνοιας μάνας η ερώτηση...
-τί σκέφτεσαι ;
-τίποτα. η ψυχή μου φτερουγίζει.
-άκου τη δοξαριά...

πούρχεται από πέρα μακρυά, ανομολόγητη αγάπη το χάϊδεμα του δοξαριού, για την ύπαρξη που στήνει τ' αυτί της ν' αφουγκραστεί τη θυσία, να μετάσχει ο νούς στην προσφορά μιας στιγμής αιωνιότητας. 
για δὲν ἀξίζουν τίποτε
τὰ πάντα ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη,
ὅσο ἀξίζει ἕνα φίλημα,
ὅσο ἀξίζει ἕνα δάκρυ!
Κ. Παλαμάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.