Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Απέλειπεν ο θεός Αντώνιον

ζωγραφική Βασίλης Πέρρος

και ποιά γής άραγε ξανά θα τον ξενίσει;
ποιάς θάλασσας η αγκαλιά  και ποιού αστριού το φώς 
θα κρύψουν την αλήθεια,
τη μέρα που ορθό-νεκρό θεοί θε να δικάζουν
τον τύραννο που διόρισαν καιροί φαρμακωμένοι. 
Θάναι κι' οι πέτρες μάρτυρες, η αθάνατη αλήθεια.
Σαν κι' ο τελευταίος μας χαθεί αυτές θα μαρτυρήσουν.

..έγραψε ο τρελλός του χρόνου

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Κενό


Έσβησα το φώς κρατώντας τα μάτια ανοικτά, το μυαλό να περιοδεύει κατά τις πατημασιές των βημάτων όλου τούτου του καιρού. Απλώνω το χέρι να πιάσω το σκοτάδι και το χέρι επιστρέφει στη θέση του με τη ρικνή ύλη σωμάτων που λες και κάποτε υπήρξαν άνθρωποι.

Τούτη η έλλειψη φωτός σε βοηθά να δείς καλύτερα σκέπτομαι. Σφικτοδένομαι στο κορμί μου, αφήνοντας το νού και την άσπλαχνη μνήμη να ταξιδεύουν. Και φεύγουν και ξανάρχονται, κομίζοντας την ίδια εκείνη ρικνή ύλη που τα χέρια μου πριν λίγο άγγιξαν.

Φωνάζω στη μνήμη και το μυαλό να μαζευτούν σιμά μου, να μη σεργιανούν σε τοπία επιμολυσματικά. Και κείνα έρχονται, καθόμαστε τώρα όλοι μαζί τυλιγμένοι στα σεντόνια.
Φτωχύναμε λέω. Από καιρό θάπρεπε να τόχες σκεφθεί μου απαντά η φρόνηση, και διπλώνομαι ξανά στο κορμί μου. 


*****

Απονεκρώθηκαν οι αισθήσεις περιαγόμενες στο ταπεινό ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τόσο που να μην μπορούμε ούτε να γροικήσουμε τα ουρλιαχτά των σχεδιαστών της ψυχής μας, τις σκιές των οργανωτών του μέλλοντός μας. Τόσο που οι λέξεις μας αρνούνται να υπακούσουν στη γλώσσα μας, αν πρώτα δεν πάρουν την αμοιβή τους. 

Δεν ξέρω αν κοιμάμαι, αν ονειρεύομαι, αν είμαι ζωντανός, αν υπάρχω εκεί έξω, αν ανήκω καν στη σκιά μου, αν έχω σκιά. Δεν ξέρω αν είμαι κάποιος, αν ήμουν ποτέ, αν ωφέλησα ή έβλαψα με την παρουσία μου, αν άπλωσα το χέρι μου και πήρα ευγνωμοσύνη, αν πλήγωσα, αν πληγώθηκα. Δεν ξέρω αν πέθανα ή ζώ.

Στριφογυρίζω στο κρεββάτι μου σαν από συνήθεια, κείνη τη συνήθεια των αϋπνιών μου, κείνος ο γύρος της ανυπαρξίας του αισθητού. Παράτησα το χρόνο, αφήνοντάς τον να κυλήσει στο δικό του ρυθμό. Κι' έφερε τη χαραυγή, κι' έφερε το ξημέρωμα, απιθώνοντας το φώς τους στα μάτια μου. Σηκώθηκα, πήγα στο μπαλκόνι, κι' αντίκρυσα τον ήλιο να μου μηνύει πως σε λίγο καταφθάνει, κι' άκουσα την αποκοτιά της πόλης, τ' άγουρο ξύπνημα των ανθρώπων, των ερωτευμένων την αγαλλίαση.

Κι' ήλθε το μικρό πουλί ζητώντας μου να γίνω ταίρι του, ο πλανόδιος πωλητής να μοιραστούμε την αγωνία μας. Γιατί μόνον αγωνία έχουμε πια, και φόβο. 

Πάρτε από την αγωνία μου ξαναφωνάζει ο πλανόδιος πωλητής -δύο κιλά κεράσια τρία ευρώ-, αγοράζω τον φόβο σου δωρεάν, διαλαλεί κάποιος άλλος. Κατέβηκα στο δρόμο κι' ώσπου να τελειώσει η συναλλαγή με την αγωνία, ο άλλος είχε σιωπήσει. Ίσως γιατί πρόλαβαν οι άλλοι και του φόρτωσαν τον φόβο τους. 

Ανέβηκα πάνω κρατώντας τα δύο κιλά κεράσια των τριών ευρώ. Κεράσια που σε λίγες ώρες θα σάπιζαν, τώρα ίσως και να είναι ευπρόσδεκτο δώρο από κάποιους. Και τη στιγμή που ξανανέβαινα λεύτερος πια από τα κεράσια, ελαφρότερος από την αγωνία του πωλητή, η ψυχή μου πεθύμησε να βροντοφωνάξει αγοράζω τον φόβο σας, μα η γλώσσα μου δίστασε από φόβο.

*****

Φτωχύναμε εμείς και εσείς πλουτίζοντας τους άλλους, αγοράζοντας πανάκριβα τον Φόβο τους. Μα τί λέω; εσείς, είστε εμείς που βαδίζουμε στα δικά σας χνάρια, που βροντοφωνάζουμε τα δικά σας συνθήματα. Μήπως είναι καιρός να πούμε και τα δικά μας;