Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

είναι η κατάθλιψη, καλή μου κοκινοσκουφίτσα...



Μην ρωτάς που είναι οι άνεργοι, εννάμισυ εκατομμύριο άψυχες υπάρξεις. Μέτρησέ τους εκεί που ανήκουν. Διάγραψέ τους από τους υπολογισμούς σου. Δεν πρόκειται να έλθουν ποτέ στη διαδήλωση. Δεν θα τους συναντήσεις πουθενά. Οι υπάρξεις τους γένηκαν ένα με τις σκιές τους. 

Μη ρωτάς λοιπόν. Μάθε μόνο το δρόμο που δεν φτάνει κοντά τους. Γιατί δεν θα σε χρειασθούν ποτέ, μήτε τροφή θα σου ζητήσουν, μήτε νερό. Τους είσαι αδιάφορη καλή μου, μην απλώνεις το χέρι σου πάνω στ΄αυλάκια των πληγών τους. Κι' αν από το παράθυρό τους αντικρύσεις το βάζο με τα λουλούδια να ξέρεις πως είναι πλαστικά.. 

Κι' αν πάλι δείς φώς, μην ξεγελασθείς. Είναι το λυχνάρι του Πλούτωνα, Πότε μια τηλεόραση στο γαλαζωπό του θανάτου, πότε μια λάμπα πετρελαίου, πότε ένα λειωμένο κερί. Μην πλησιάσεις. 

Κάποια μέρα τα λουλούδια θα μαραθούν, η παραφίνη στη λάμπα θα σωθεί, το λάδι στο καντήλι θα τελειώσει. ο ιδιοκτήτης τους θα τ' αφήσει κληρονομιά στους ιατροδικαστές του θανάτου του. 

Μόνο καλή μου κάνε μου κι' αυτή τη χάρη. Πήγαινε να πείς στους ερευνητές της κοινωνίας, στους αναλυτές της πολιτικής πως το καθρέφτιμά τους καταστάλαξε βαθεία μες στην ψυχή τους. 

Τί ξέρουν αυτοί από κατάθλιψη, κανείς τους δεν ξέρει. Κι' αυτοί που την κατέχουν δεν θα τη διδάξουν ποτέ. Ένας άλλος κόσμος, σ' άλλους δρόμους, σ' απρόσιτα μονοπάτια. Κήποι μυστικοί οι ψυχές τους, κανείς ξεναγός δεν τους χρειάζεται. 

Βυθισμένοι στον καπνό ενός τσιγάρου,γύρευε ποιό χέρι τους τόδωσε, γύρευε ποιά φωτιά έστερξε να προσφερθεί. Είναι κεί και ονειρεύονται, τα του άλλου κόσμου πια. Είναι κεί με τις μόνες εικόνες τους τις μορφές αυτών που έφυγαν, βλέπουν το χέρι να τους γνέφει, ελάτε. 

Δεν ξέρεις καλή μου νεράϊδα, δεν θα μάθεις ποτέ. Για τα μονοπάτια τους, χωριστά και μοναχικά με τις δικές του ο καθένας εικόνες. Και είναι βέβηλο να τσουβαλιασθεί τούτη τους η βίωση, τούτα τους τα ιερά μονοπάτια, του καθενός τα βήματα σ' ένα άθροισμα, μια ομοιοταξία αυτόχειρων άλλοι για ερωτικούς, άλλοι οικονομικούς και άλλοι για μυστικούς λόγους. 

Ξεφορτώνονται τούτων οι ψυχές με μια -δυό τμπέλες, μονόλογα και μονόστηλα χάριν συντομίας, μην πολλαπλασιαστεί το κακό, μη γεννήσει, μην αφήσει πίσω του σπόρο. Αμ δε. 

Σαν το γιατί δεν μπορεί να διατυπωθεί κάθε χρόνος είναι χρόνος α-σήμαντος, κάθε τόπος μένει ξένος, κάθε σκέψη και κάθε της λέξη κενή. Απώλεια δεν είναι η φθορά του σώματος. Αλλά, η συμπύκνωση κάθε διάστασης της ζωής στη μάζα μιας σταγόνας που λιμνάζει στην ψυχή, ένα δάκρυ χωρίς αποδέκτη. Είναι το αιώνια ασυμβίβαστο με την αλήθεια και τη ζωή. 

σημ: ένας από τους εκατοντάδες μικρούς παρακείμενους που γράφτηκε στις 15 Οκτώβρη του 2015 αλλά ποτέ δεν ανέβηκε στο φως του διαδικτύου.


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

η επιστροφή


τις προάλλες στο χωριό...

-Κυρά μου αύριο θα φύγουμε,
Τί ήταν να το πω, ένα λυπητερό γιατί ξεπήδησε μέσα από τα μάτια της...
-Γιατί να φύγουμε, και πού θα πάμε ;
-Σπίτι μας στην Αθήνα...
-θ' αφήσουμε τον παράδεισο να πάμε στην κόλαση της Αθήνας ;
Κι αμέσως μετά ένα γοερό κλάμα...
-Νιάρ, Νιάρ, Νιάρ. Κλάμα ασταμάτητο.
Να χάδια, να αγκαλιές, να παρηγόριες...
-θα πάμε σπίτι, στα τρία σου κρεβάτια, στα πουπουλένια σου μαξιλάρια...να βρείς τους φίλους σου τα περιστέρια.

-Και που θα βρώ σαύρες να κυνηγώ, τζιτζίκια να με βάζουν σε χίλιους πειρασμούς, κοτσύφια να μου τραγουδούν, τριζόνια να με νανουρίζουν. Θέλω στο χώμα να κοιμάμαι, στο δροσερό γρασίδι να ξαπλώνω, να ταξιδεύω ως στο φεγγάρι, να σκαρφαλώνω στα δένδρα και να μην μπορείς να με πιάσεις... ν' αλητεύουμε στα χωράφια και στα σπίτια της γειτονιάς, συμπλήρωσε ο γυιός της, που όλη αυτή την ώρα παρέμενε σιωπηλός. Αυτός-γένημα της πόλης, δεν είχε πολύ ζοριστεί με την επιστροφή. Η μάνα όμως χωριατοπούλα πεισματάρα.

Ξάγρυπνοι όλοι ως το ξημέρωμα...μα κάποια στιγμή χάθηκαν από τα μάτια μου. Κατάφεραν, άνοιξαν την πόρτα και εξαφανίστηκαν. Όργωσα τη γειτονιά να τα ψάχνω, Σαν ήλθε η ώρα της πείνας ο αλητήριος εμφανίσθηκε. Και τί δεν μηχανεύτηκα για να τον κάνω να προδώσει την κρυψώνα τους. Εϊχαν ανέβει στα κεραμίδια, κρυμμένα στο μικρό στέγαστρο της πόρτας. Που να πάει το μυαλό μου εκεί...

Αφού αποκαλύφθηκε η κρυψώνα της δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς, τη φώναξα και κατέβηκε. Τρίφτηκε στα πόδια μου και ζήτησε να φάει. Καλό σημάδι. Το ελιξήριο του ύπνου δεν το δέχθηκε, λέγοντάς μου θα είμαι ήσυχη στο ταξίδι. Τήρησε την υπόσχεσή της, δεν λέω. Το ταξίδι εύκολο, χωρίς γκρίνιες και χωρίς παράπονα. Μια ακόμη γλυκειά μαχαιριά από τις τόσες που μούχει χαρίσει. Μια μαχαιριά δίδαγμα, που δεν δεν θα φύγει ποτέ από τη σκέψη μου.

Και το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα. Της χρωστάω πολλά και μετά από αυτή την περιπέτεια ακόμη περισσότερα. Επιστροφή στο χωριό αν όχι οριστική, τουλάχιστον για αρκετό καιρό.

υγ. "Κυρά μου" φωνάζω τη γάτα μου. Αλητήριος ο γυιός της ο "Αγαπούλης"

φωτο:
-ευτυχισμένες στιγμές
-ο "παράδεισος" μετά την αποψίλωση.













Τρίτη 26 Απριλίου 2022

το αμπέλι


εδώ, θάθελα νάχα ένα αμπέλι. να το αγναντεύει η θάλασσα και να το δροσίζει η άχνη της. νάρχονται οι νεράϊδες της να το κορφολογούν, τα ξωτικά του δάσους να το τραγουδάνε και τα αγριοπούλια να το τρυγάνε, ευλογώντας το.


εδώ, θάθελα νάχα ένα αμπέλι, φράκτης του οι μαγιοπούλες και φύλακάς του ο άνεμος. κι' ανάμεσά στις ορεξάτες βέργες του να φτερουγίζει ο άγγελός μου.


εδώ, θάθελα νάχα ένα αμπέλι. με τ' απότρυγο να φτιάχνω κρασί, και μες τον άγριο χειμώνα νάρχονται οι προσκυνητάδες του Ιερού να πιούν κρασί. και να ζεσταίνουν τα χέρια τους στη θράκα από τις βέργες του.


εδώ, θάθελα νάχα ένα αμπέλι. τον νοέμβρη να φροντίζω για την τροφή του, τον δεκέμβρη να ρίχνω τις καταβολάδες του. το γενάρη να το καθαρίζω από τα περιττά, τον φλεβάρη να το κλαδεύω, τον μάρτη να το σκάβω και τον απρίλη να το σκαλίζω. τον μάη να χαρακώνω τους κορμούς του, τον ιούνιο να μυρώνω τις φυλλωσιές του, τον ιούλιο να χαϊδεύω τους ανθούς του, τον αύγουστο να αποδιώχνω τους ίσκιους από τον καρπό του. τον σεπτέμβρη να του τραγουδώ και τον οκτώβρη να δέχομαι την γενναιοδωρία του.


εδώ, θάθελα νάχα ένα αμπέλι. η υπέρτατη ευγνωμοσύνη προς τη Γή. και η υπέρτατη σπονδή προς τη Δημιουργία.

Κυριακή 10 Απριλίου 2022

τα έσω του κόσμου


Κανένας τοίχος δεν θα σου πεί φωναχτά
αυτό που θες ν’ ακούσεις,
μπορεί όμως να σου ψιθυρίσει
τις ιστορίες των ανθρώπων
που έζησαν μέσα τους.

τις αγωνίες και τις ελπίδες τους,
τα όνειρά τους στο ξάγρυπνο,
και όσα θάθελαν ν' αφηγηθούν
μα κάποια στιγμή δίστασαν,
προτιμώντας να τα κρατήσουν γι' αυτούς,
ολόφρεσκα μέχρι το θάνατό τους,
με μια προσδοκία:

το απαραβίαστο του έσω κόσμου τους,
την κατανόηση των συμβόλων τους,
της μόνης τους περιουσίας.

Φρόντισαν λοιπόν, σαν ξαναγυρίζουν πίσω,
στο μικρό κι απόρθητο καταφύγιο τους,
φορτωμένοι με τα έσω του έξω κόσμου,
να σκουπίζουν τα παπούτσια τους
στο μικρό πορτοκαλί χαλί.

γιατί όλο και κάποιο περιττό
θάχε κρυφτεί κάτω από τη σόλα τους
με τη φιλοδοξία να καταλάβει
το μικρό κι απόρθητο-για αιώνες-καταφύγιο,
απ΄όπου ξεχύνεται η ζωή στους δρόμους,

ολόφρεσκη κι ευωδιαστή,
πρόθυμη να μοιραστεί τα κάλλη της
με κάθε ύπαρξη,
με κάθε λιθαράκι,
με κάθε κλωνί
που θα βρεθεί στο διάβα της.

πηγή: ο κρετινισμός των συνθημάτων
και η μισαλλοδοξία της εξουσίας






Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Ιστάρ και Ταμούζ

Sandro Botticelli: Η Γέννηση της Αφροδίτης 1486
  
Ποιός μπορεί να γνώριζε και ποιός μπορεί να είδε,
ο κόσμος π’ αντικρίζουμε πούθε άραγε να ήρθε;
Η Αγάπη από τον Έρωτα καυχιότανε πως βγήκε,
τον Έρωτα, ποιά γέννησε, κανείς ποτέ δεν είπε.
Μαντινάδα (Ουπανισάδ) των Ινδουϊστών

Η Ιστάρ (η Εστάρτη ή Αστάρτη των Φοινίκων, Ινίνα ή Βααλίς των Σουμερίων, η Αστορέχ ή Ασταρώθ και κατ’ άλλους η Εσθήρ των Ιουδαίων (1), η Ίσιδα των Αιγυπτίων, η Αφροδίτη των Κυπρίων αρχικά και των Ελλήνων στη συνέχεια) λατρεύτηκε ως πρωθιέρεια από τους Βαβυλωνίους και τους Ασσυρίους. Ήταν θεά της γονιμότητας, του έρωτα και της γυναικείας χάρης. Οι Έλληνες την ταύτιζαν με τη ουράνια θεά Αφροδίτη καθώς και με την Ήρα και τη Σελήνη. Σε κάθε σημιτικό λαό είχε και διαφορετικό όνομα: Ασταρώθ, Αθάρ, Ιστάρ, Ινίνα, Βααλίς κ.ά. Πίστευαν ότι είναι κόρη της Σελήνης και αδερφή τού Ηλίου (Βάαλ) και τής θεάς τού Άδη Ερεσκιγκάλ. Με το όνομα Ασταρώθ είναι γνωστή η αρχαία πόλη που είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Τελλ Αστάρα στην περιοχή της θάλασσας της Γαλιλαίας.

***

Will Durant, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού*
Τόμος Α! - Βαβυλωνία-Οι μύθοι της Δημιουργίας και του Κατακλυσμού

Απόσπασμα
Ο ωραιότερος μύθος τής βλαστήσεως είναι ο μύθος τής Ιστάρ και τού Ταμούζ. Κατά τήν εκδοχήν τών Βαβυλωνίων είναι άλλοτε ο εραστής της Ιστάρ και άλλοτε ο αδελφός ή ο υιός της. Και αι δύο εκδοχαί επέρασαν αργότερα εις τούς μύθους της Αφροδίτης και τού Αδώνιδος, τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης και εις πολυάριθμους ακόμη μύθους θανάτου καί αναστάσεως. Ο Ταμούς υιός τού μεγάλου θεού Έα (τού Αν κατά τούς Σουμερίους), ήτο βοσκός και εφύλασε τό ποίμνιόν του κάτω από ένα τεράστιο δένδρον, πού ωνομάζετο Ερίντα (2) και πού εσκέπαζε με τήν σκιάν του ολόκληρον τήν γήν. Η Ιστάρ τόν ερωτεύθη και τόν εδιάλεξε ως σύντροφον τής νεότητάς της. Αλλά ο Ταμούζ εφονεύθη από έναν κάπρον καί, όπως όλοι οι νεαροί, έπρεπε να κατέβει εις τό σκοτεινόν υπόγειον βασίλειον, τό οποίον οι Έλληνες ωνόμαζον Άδην κι οι Βαβυλώνιοι Αραλού, καί όπου εβασίλευεν η ζηλότυπος αδελφή τής Ιστάρ, η Ερεσκιγκάλ. Η απαρηγόρητος Ιστάρ αποφασίζει να κατέλθει εις τήν Αραλού διά νά φέρει πίσω τόν Ταμούζ, και αφού τόν λούση εις μίαν πηγήν, πού θεραπεύει τάς πληγάς, να τού δώση πάλιν τήν ζωήν. Και νά την εντός ολίγου εις τήν θύραν του Άδου με τήν επιβλητικήν της ομορφιάν να παρακαλή να τήν αφήσουν νά εισέλθη.

Αι επιγραφαί μας μαρτυρούν τήν σκηνήν μέ πραγματικήν δύναμιν:

Όταν τό άκουσε αυτό η Ερεσκιγκάλ
άρχισε νά τρέμη σά να τήν χτύπησαν μέ φοίνικα.
Τινάχτηκε σά να τήν είχαν χτυπήσει μέ καλάμι.
Ποιός λοιπόν τρόμαξε τήν καρδιάν της;
Ποιός τάραξε τό σηκώτι της ;
Αυτή λοιπόν θάρθη νά κατοικήσει μαζί μου ;

Κλαίω γιά τίς γυναίκες πού άφησαν τούς άνδρες τους,
Κλαίω γιά τίς γυναίκες 
πού τίς άρπαξαν απ’ τα χέρια τών ανδρών τους,
Γιά τούς μικρούς νεκρούς πού πέθαναν πρόωρα.
Τρέξε φύλακα τής πύλης, άνοιξέ της τήν πόρτα.
Καί να τής φερθής όπως ορίζει ο αρχαίος νόμος.

Ο αρχαίος αυτός νόμος προέβλεπε ότι κανείς δέν μπορούσε νά εισδύσει εις τήν Αραλού, εάν δέν ήτο τελείως γυμνός. Έπρεπε λοιπόν εις κάθε πύλην, από τήν οποίαν θά επερνούσε η Ιστάρ, ο φύλαξ νά τής βγάζη ένα από τά ενδύματά της ή τά κοσμήματά της. Πρώτα τό στέμμα της, ύστερα τά σκουλαρίκια, τό περιδέραιον, τό κόσμημα πού εστόλιζε τό στήθος της, τήν ζώνην με τά πολύτιμα πετράδια, τά βραχιόλια πού φορούσε εις τά πόδια καί τά χέρια της καί τέλος τό ύφασμα πού τής εσκέπαζε τούς γοφούς. Και η Ιστάρ, αν καί διεμαρτύρετο με χάριν, συγκατετέθη εις όλα.

Αλλά όταν η Ιστάρ κατέβηκε κάτω από τήν γήν, απ’ όπου κανείς δέν ξαναγυρίζει, η Ερεσκιγκάλ τήν είδε καί θύμωσε. Χωρίς νά φυλαχθή η Ιστάρ πήγε κοντά της. Η Ερεσκιγκάλ άνοιξε τότε τό στόμα της καί είπε στόν Ναμπάρ τόν αγγελιοφόρο της.

Τρέξε, φυλάκισέ την στό παλάτι μου,
στείλε της τίς εξήντα αρρώστειες.
Τήν αρρώστεια τών ματιών για τά μάτια της
Τήν αρρώστεια τών πλευρών για τά πλευρά της
Τήν αρρώστεια τών ποδιών για τά πόδια της
Τήν αρρώστεια τής καρδιάς για τήν καρδιά της
Τήν αρρώστεια τού κεφαλιού για τό κεφάλι της
καί όλες τίς άλλες γιά κάθε μέλος τού κορμιού της (3).

Ενώ η Ιστάρ εκρατείτο εις τόν Άδην, η γή πού έχασε τήν πνοήν τής παρουσίας της, εξέχασε τάς τέχνας καί τόν έρωτα. Τό φυτόν δέν γονιμοποιεί πλέον τό άλλο φυτόν, η βλάστησις μαραίνεται, τό ζώον δέν νοιώθει πλέον καμμιάν ζωτικότητα καί ό άνθρωπος καμμίαν συγκίνησιν.

Αφ’ ότου η Ιστάρ κατέβηκε μέσα στή γή
απ’ όπου κανείς δέν ξαναγυρίζει,
ο ταύρος δέν ανέβηκε απάνω στήν αγελάδα,
ο γάϊδαρος δέν πήγαινε πιά κοντά στό ταίρι του,
καί τήν κοπέλλα κανένας άνδρας δέν τήν πλησίαζε στό δρόμο.
Ο άνδρας κοιμόταν στό κρεββάτι του,
κι’ από κάτω η γυναίκα κοιμόταν μόνη της.

Ο πληθυσμός αρχίζει νά ελαττώνεται καί οι θεοί ανησυχούν σοβαρώς διά τήν μείωσιν τού αριθμού τών θυσιών, πού τούς προσέφερεν η γή. Πανικόβλητοι διατάσουν τήν Ερεσκιγκάλ νά ελευθερώση τήν αιχμάλωτόν της. Αυτή πειθαρχεί αλλά η Ιστάρ αρνείται νά επιστρέψη εις τήν γήν, εάν δέν τής επιτρέψουν να πάρη μαζί της τόν Ταμούζ. Εν τέλει νικά, περνά διαδοχικώς από τάς επτά πύλας και λαμβάνει εις τήν πρώτην τό ύφασμα πού τής σκεπάζει τούς γοφούς, έπειτα τά βραχιόλια, τήν ζώνην της, τό κόομημα πού φορούσε εις τό στήθος, τό περιδέραιόν της, τά σκουλαρίκια της και τέλος, τό στέμμα της.

Μόλις ανήλθεν εις τήν γήν, αμέσως τά φυτά άρχισαν να βλαστάνουν και ν’ ανθίζουν, τό έδαφος νά παράγη τροφήν καί κάθε ζώον άρχισε πάλιν τό έργον της αναπαραγωγής. Ο Έρως ισχυρότερος τού θανάτου επανήλθεν εις τόν θρόνον του διά νά κυβερνήση θεούς καί ανθρώπους. Διά τόν σύγχρονον άνθρωπον βεβαίως είναι ένας πολύ ωραίος μύθος πού συμβολίζει μέ θελκτικόν τρόπον τόν ετήσιον θάνατον και τήν ανάστασιν τής γής, τής παντοδυνάμου εκείνης Αφροδίτης πού ετραγούδησε με θαυμασίους στίχους ο Λουκρήτιος (4), διά τούς Βαβυλωνίους όμως ήτο μία ιερά ιστορία εις τήν οποίαν επίστευον μέ θρησκευτικήν ευλάβειαν.

παραπομπές
(1) Εσθήρ η βασίλισσα των Περσών, η Γενναία σε δύσκολους καιρούς.
πηγή: 

(2) Το όνομα του δένδρου δόθηκε μετά από αιώνες στην αρχαία μεγαλόπολη Εριντού (Eridu), που ευρίσκετο στις εκβολές των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Σύμφωνα με τους ερευνητές εκεί αναπτύχθηκε ο πρώτος πολιτισμός της ανθρωπότητας (ο πολιτισμός των Σουμερίων πριν 7.000 χρόνια).

(3) Ίσως ο υμνογράφος είκοσι τρείς αιώνες μετά να είχε υπόψη του αυτό το νήμα του μύθου και να μας το υπενθυμίσει με τους παρακάτω στίχους.

Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε, τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα, τὸ στόμα τὴν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολὴν τῇ γεύσει, τὰ ὦτα τὰς δυσσεβεῖς βλασφημίας. Ὁ νῶτος τὴν φραγγέλωσιν, καὶ ἡ χεὶρ τὸν κάλαμον, αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ, τὰ ἄρθρα τοὺς ἥλους, καὶ ἡ πλευρὰ τὴν λόγχην. Ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς. Ὁ συγκαταβὰς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ, καὶ ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ιωάννη Δαμασκηνού, Στιχηρόν τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Παρασκευῆς

(4) Λουκρήτιος - Ύμνος στην Αφροδίτη

Μητέρα της γενιάς του Αινεία, θεών και ανθρώπων ηδονή, πάνσεπτη Αφροδίτη, κάτω από το θόλο του ουρανού όπου γλιστρούνε τ' άστρα εσύ δίνεις ζωή στη θάλασσα που πλέουν τα καράβια και στην καρπερή τη γη, χάρη σ' εσένα κάθε πλάσμα ζωντανό γεννιέται κι αντικρίζει το φως του ήλιου· μόλις φανείς εσύ, θεά, σκορπίζονται οι άνεμοι και τ' ουρανού τα νέφη, με τ' άγγιγμα σου η τεχνήτρα γη βγάζει τα ευωδιαστά λουλούδια, για σένα χαμογελούν τα πέλαγα και λάμπει γαληνεμένος ο ουρανός, στο φως πλημμυρισμένος. Σαν προβάλει ανοιξιάτικη η μέρα και λεύτερη πια φυσήξει η ζωογόνα αύρα του Ζέφυρου, εσένα πρώτα, θεά, υμνούνε τα πουλιά και διαλαλούν τον ερχομό σου, ανάστατα από τη δύναμή σου. Τότε σκιρτούν τ' άγρια κοπάδια πέρα στα καταπράσινα λιβάδια και διαβαίνουν ποτάμια ορμητικά· αιχμάλωτα της σαγήνης σου σ' ακολουθούν όλα με πόθο, όπου κι όπως εσύ κινάς να τα οδηγήσεις. Στα πέλαγα και στα βουνά, στα ορμητικά ποτάμια, στις φυλλωσιές όπου φωλιάζουν τα πουλιά και στους χλοερούς τους κάμπους, εσύ ανάβεις στα στήθη όλων τον γλυκό έρωτα κι όλα τα όντα κάνεις να ποθούν να διαιωνίσουν τη γενιά τους. Κι αφού μόνη εσύ ορίζεις τη φύση των όντων και χωρίς εσένα τίποτε δεν έρχεται ν' αναδυθεί στις όχθες του θεϊκού φωτός και τίποτε πρόσχαρο και θελκτικό δε γεννιέται, εσένα λοιπόν ποθώ να έχω σύντροφό μου στη γραφή των στίχων που βάλθηκα να συνθέσω για τη Φύση των Πραγμάτων, για χάρη του Μεμμιάδη μας, που εσύ, θεά, ευδόκησες να τον προικίσεις με όλες τις χάρες, για να ξεχωρίζει στους αιώνες. Δώσε θεά στα λόγια μου αιώνια ομορφιά και κάνε να καταλαγιάσουν τα άγρια έργα του πολέμου στα πέλαγα και σ' όλες τις στεριές. Γιατί μόνο εσύ μπορείς να δώσεις στους θνητούς χαρά με μια γαλήνια ειρήνη, αφού ο Άρης, ο άρχοντας των όπλων, που ορίζει τα άγρια έργα του πολέμου, στην αγκαλιά σου βυθίζεται κάθε τόσο νικημένος απ' την αγιάτρευτη πληγή του έρωτα, σ' εσένα το βλέμμα του υψώνει και παραδομένος σε θωρεί γέρνοντας πίσω τον όμορφο λαιμό του· μ' έρωτα τρέφει τ' αχόρταγά του μάτια κι από τα χείλη σου κρέμεται η ανάσα του. Γείρε θεά, κι όπως πλαγιάζει σκέπασ' τον με το ιερό κορμί σου, κι άφησ' από τα χείλη σου να βγουν γλυκά λογάκια και ζήτα, τρισένδοξη εσύ, ειρήνη αδιατάραχτη για τους Ρωμαίους. Γιατί σ' αυτούς τους χαλεπούς για την πατρίδα χρόνους, ούτε εγώ μπορώ με αμέριμνο νου στο έργο μου ν' αφοσιωθώ, ούτε ο ξακουστός γόνος των Μέμμιων, σε τέτοιες συνθήκες να λείψει από τη δράση για το κοινό καλό.

* Εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι-Κ. Κουμουνδουρέας Ο.Ε.
Μετάφραση: Ανδρ. Φραγκιάς
Πρόλογος-επιμέλεια: Σπ. Μαρινάτος
Αθήνα 1965

Χρήσιμες παραπομπές:
Μεσοποταμία το Λίκνο του Πολιτισμού

Σημείωση: Στα αποσπάσματα των κειμένων διατηρήθηκε η γραμματική των πρωτοτύπων

Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

ό,τι αρχίζει ωραίο...

....τελειώνει με πόνο.

συνειρμοί και μνήμες ξεροσταλιάζουν αυτό τον καιρό στο μυαλό. για χωρισμούς και αποχωρισμούς. για παραδείσους που μας καταδέχθηκαν για λίγο. λες και θάπρεπε ο θάνατος να ντύνεται τη μεγαλοπρέπεια μιας ταυρομαχίας. αρένα η ζωή ξεφώνισε το άρρεν. και ο θάνατός σου η ζωή μου. σαν φυσικό επακόλουθο η "τιμωρία".

κάποτε θα μάθουμε για το Στοίχημα. για τη δυστοπία που γίνεται νομοτέλεια. για τον μεγάλο μας Εαυτό και το ατσαλάκωτο τομάρι του. όσα ειπώθηκαν και όσα γράφτηκαν επιμελώς σερβιρισμένα δεν είναι παρά η λεοντή μιας σκοτεινής υπόθεσης. ίσα για να φτάσουμε ως φρύγανα επιπλέοντα σε έναν προορισμό. τον πιο οικείο, τον πιο βολικό.

θύτες και θύματα σ' ένα θανατηφόρο αλισβερίσι. ποιός χάνει πρώτος και ποιός δεύτερος. αυτό είναι το έπαθλο ;


Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

το πανηγύρι

η αδιάκοπη Άνοιξη. ένα καθημερινό πανηγυράκι. με τα όλα του. δεν γίνεται να μην καταδέχεσαι όλα τα καμώματά του. ιδίως αν ξέρεις, αν είσαι σίγουρος ότι ξέρεις, ότι πάντα κάτι νέο θα ξεφυτρώνει.




όμως, απουσιάζεις. και δεν μπορείς να το ζεις στην κάθε του στιγμή.
όμως να το Ποθείς. τουλάχιστον αυτό.






βερύκοκα, αχλάδια, κυδώνια, μήλα, βύσσινα 
καρποί που όταν ωριμάσουν θα τους χαίρονται τα πουλιά, οι σκαντζόχοιροι, 
τα μυρμήγκια, τα σκουληκάκια της γης.
όντας στην "αναπηρική" πολυθρόνα το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφουγκράζεσαι τη χαρά τους.
και τον απουσιολόγο κότσυφα να μηνύει στο κλαρί τις απουσίες σου.

Δημιουργία.

και ένας που παραφυλάει, καρτερώντας.

σχεδόν ένα μήνα πριν...